κεφίρ

κεφίρ
το
(τροφ. τεχνολ.) αεριούχο ποτό κίτρινου χρώματος, όξινο και ελαφρά αλκοολούχο ή γαλακτούχο προϊόν σε κρεμώδη κατάσταση τα οποία προέρχονται από την περιοχή τού Καυκάσου και παρασκευάζονται από γάλα αγελάδας, κατσίκας, προβάτου ή καμήλας με ζύμωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. kephir < ρωσ. kefir].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γιαούρτι — Τρόφιμο που παρασκευάζεται από το γάλα, με τη βοήθεια γαλακτοβακίλλων που διασπούν το γαλακτοσάκχαρο και έτσι προκαλούν την πήξη τους. Είναι πλούσιο σε θρεπτική αξία αλλά και σε βιταμίνες του συμπλέγματος Β που σχηματίζονται από τον μεταβολισμό… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • ξινόγαλα — ξινόγαλα, το και ξινόγαλο, το 1. αυτό που μένει μετά την αφαίρεση του βουτύρου από το γάλα, αλλ. αριάνι, το, ματάνι, το, μπινίτσα, η, κεφίρ, το. 2. (καταχρηστικά), η γιαούρτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”