- κεφίρ
- το(τροφ. τεχνολ.) αεριούχο ποτό κίτρινου χρώματος, όξινο και ελαφρά αλκοολούχο ή γαλακτούχο προϊόν σε κρεμώδη κατάσταση τα οποία προέρχονται από την περιοχή τού Καυκάσου και παρασκευάζονται από γάλα αγελάδας, κατσίκας, προβάτου ή καμήλας με ζύμωση.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. kephir < ρωσ. kefir].
Dictionary of Greek. 2013.